εὐθύφρονα

εὐθύφρονα
εὐθύφρων
whole-hearted
neut nom/voc/acc pl
εὐθύφρων
whole-hearted
masc/fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μνήσαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σάμιος δακτυλιογλύφος και σφραγιδογλύπτης (6ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Εύφρονα ή του Ευθύφρονα και πατέρας του φιλόσοφου Πυθαγόρα, αν και σύμφωνα με τον Διογένη τον Λαέρτιο, πατέρας του φιλόσοφου ήταν ο Μάρμικος, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”